- πλαγκτονικός
- η , ό[ν] , πλαγκτόνιος, ία , ον планктонный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγκτονικός — ή, ό και πλαγκτόνιος, α, ο, Ν [πλαγκτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλαγκτόν … Dictionary of Greek